- διαρρηκτικός
- η , ό[ν]1) взламывающий;
διαρρηκτικά εργαλεΤα — инструменты для взлома;
2) взрывчатый; разрывной (о снаряде)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαρρηκτικά εργαλεΤα — инструменты для взлома;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαρρηκτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε διάρρηξη («διαρρηκτικά σύνεργα») 2. ικανός να διαρραγεί («διαρρηκτικό βλήμα») … Dictionary of Greek
διαρρηκτικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τη διάρρηξη: Η δυναμίτιδα είναι διαρρηκτικό υλικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)